- διαγούμισμα
- τό1) разграбление, расхищение; 2) расточительность, мотовство
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διαγούμισμα — το η λεηλασία, η αρπαγή λαφύρων: Το διαγούμισμα του εχθρού αφάνισε το χωριό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαγούμισμα — το [διαγουμίζω] λεηλασία … Dictionary of Greek